- υδραργυρικός
- -ή, -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στον υδράργυρο.2. που περιέχει υδράργυρο: Υδραργυρική αλοιφή.3. που γίνεται με υδράργυρο: Υδραργυρική εντριβή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.