υδραργυρικός

υδραργυρικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στον υδράργυρο.
2. που περιέχει υδράργυρο: Υδραργυρική αλοιφή.
3. που γίνεται με υδράργυρο: Υδραργυρική εντριβή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υδραργυρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υδράργυρο 2. αυτός που περιέχει υδράργυρο («υδραργυρική αλοιφή») 3. αυτός που γίνεται με υδράργυρο («υδραργυρική εντριβή») 4. αυτός που κατασκευάζεται με υδράργυρο («υδραργυρικό θερμόμετρο»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”